- ζυγοστάσιον
- ζυγοστάσιον, τὸ (Α)1. ο τόπος όπου γίνεται η ζυγοστασία, η ζύγιση2. η ζυγοστασία3. το έργο τού ζυγοστάτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -στάσιον (< -στάτης < ίστημι), πρβλ. ενοικιο-στάσιον χοιρο-στάσιον].
Dictionary of Greek. 2013.